- μεταπείθεται
- μεταπείθωchange a man's persuasionpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αμαύλιστος — η, ο [μαυλίζω] 1. (για ζώα) αυτός που δεν τόν φώναξαν, δεν τόν κάλεσαν να συναχτεί μαζί με άλλους (κυρίως για κότες) 2. αυτός που δεν παρασύρθηκε σε άπρεπες ή ανήθικες πράξεις από μαστρωπό 3. αυτός που δεν μεταπείθεται με θωπείες ή δώρα … Dictionary of Greek
αμετάπειστος — η, ο (Α ἀμετάπειστος, ον) [μεταπείθω] 1. αυτός που δεν μεταπείστηκε, δεν μεταπείθεται ή δεν είναι δυνατό να μεταπειστεί, ανένδοτος 2. (για πράγματα) αμετακίνητος, σταθερός … Dictionary of Greek
δυσμετάπειστος — δυσμετάπειστος, ον (AM) αυτός που δύσκολα μεταπείθεται … Dictionary of Greek
δυσπαράπειστος — δυσπαράπειστος, ον (Α) αυτός που δύσκολα μεταπείθεται … Dictionary of Greek
δύσπειστος — δύσπειστος, ον (Α) 1. αυτός που δύσκολα μεταπείθεται, ισχυρογνώμων 2. απειθής 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ δύσπειστον η ιδιότητα τού δύσπειστου … Dictionary of Greek
ευανάπειστος — εὐανάπειστος, ον (Α) 1. αυτός που μεταπείθεται εύκολα 2. εύπιστος, ευκολόπιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ανα πειστος (< ανα πείθω), πρβλ. δυσ ανά πειστος] … Dictionary of Greek
ευμετάπειστος — η, ο (Α εὐμετάπειστος, ον) αυτός που μεταπείθεται εύκολα, που αλλάζει εύκολα γνώμη και αποφάσεις με την πειθώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μετα πειστός (< μετα πείθω)] … Dictionary of Greek
αμετάπειστος — η, ο επίρρ. α αυτός που δε μεταπείστηκε ή δε μεταπείθεται, ανένδοτος: Του τα είπα όλα αυτά, αλλά μένει αμετάπειστος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)